- ραδινάκη
- ἡ, Αονομασία ενός είδους μαύρου δύσοσμου πετρελαίου το οποίο αντλούσαν στην Αρδέρικκα, περιοχή που βρισκόταν κοντά στα Σούσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥαδινάκην — ῥαδινάκη a black strong smelling petroleum fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)